μιγματοπώλης

μιγματοπώλης
μιγμᾰτοπώλης, ου, ,
A apothecary, Gal.13.68.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μιγματοπώλης — μιγματοπώλης, ὁ (Α) αυτός ο οποίος πουλά μίγματα, και ιδίως φάρμακα, φαρμακοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίγμα ατος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. κριθο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • μιγματοπώλου — μιγματοπώλης apothecary masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”